μικρός

μικρός
μικρός and [full] σμῑκρός, ά, όν, [dialect] Dor., [dialect] Ion. [full] μικκός (q.v.): [full] σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op.361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 (μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (
A

μικρός Hdt. 2.74

codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj.161 (anap., [comp] Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach.523, V.5; [dialect] Att. Inscrr. have

σμικρός IG12.313.111

, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little,
1 in Size,

μ. ἔην δέμας Il.5.801

;

μ. λίθος Od.3.296

;

κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757

;

σμ. ἄστεα Hdt.1.5

;

μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74

: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145
, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration,

δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V.803

;

σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu.630

, etc.: c. inf.,

μικροὶ δ' ὁρᾶν Id.Pax821

: as a term of reproach,

Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra.709

, cf. Pl.Prt.323d, Arist.EN1123b7, Alex.98.7;

Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol.1311b3

; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36;

ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4

([place name] Lebena).
2 in Quantity,

σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op.361

;

μέλιτος μικρόν Ar.V.878

; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl.240, cf. Antiph.44
.
3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight,

σμ. πρόφασις Thgn.323

; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC443, Tr.361, OT961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib.569;

αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr.387

, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37
; of persons, of small account, opp.

μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107

;

ἄριστ' ἂν καὶ μέγας ὀρθοῖθ' ὑπὸ μικροτέρων S.Aj.161

(anap.), etc.;

σμ. τίθησί με Id.OC958

; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr.504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R.473b; of the mind,

οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj.1120

; of style, mean, [

Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2

; of festivals, of lesser importance,

Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14

([place name] Cedreae).
II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl.126, etc.;

εἰς μ. χρόνον Pl.R.498d

; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7;

πρὸ μικροῦ Poll.1.72

;

ἔτι μικρὸν καὶ καταλιθοβολήσουσί με LXX Ex.17.4

.
2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc.
III Adverbial usages,
1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti.107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: [comp] Sup.

σμικρότατα X.Mem. 3.11.12

.
2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή . . Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4.
3 σμικρῷ by a little, with [comp] Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg.719b, etc.;

μικρῷ ἄνωθεν D.44.6

.
4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra.410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated,

μικρὸν μικρόν Antiph.10

: pl., of Degree,

σμικρὰ γεωμετρίας ἔμπειροι Pl.R.527a

, etc.;

σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt.316a

;

μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22

;

περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam.243

, cf. Plu.Luc.31.
5 with Preps.,
a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El.414, Antipho 6.18, Hdt.4.129.
b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little,

κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V.702

, cf. Nu.741; opp. συλλήβδην, Pl.R.344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph.241c, Isoc.3.10, D.2.22.
c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl.295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.;

παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42

;

τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph.197a30

; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh.1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol.1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [

ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8

, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of . . , D.61.51, Isoc.5.79.
d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73.
IV besides regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq.789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. μείων. [ῑ by nature; [pron. full] only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”